- λειψυδρώ
- λειψυδρῶ, -έω (Μ)1. πάσχω από έλλειψη νερού2. συνεκδ. ξεραίνομαι τελείως.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψ- (βλ. λείπω) + ὑδρῶ (< *-υδρος < ὕδωρ), πρβλ. εν-υδρώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… … Dictionary of Greek